- προκλητικοί
- προκλητικόςcalling forthmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκλητικός — ή, ό / προκλητικός, ή, όν, ΝΑ [προκαλῶ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά») 2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο … Dictionary of Greek
Βιάν, Μπορίς — (Boris Vian, Βιλ ντ’ Αβρέ, Παρίσι 1920 – 1959). Γάλλος συγγραφέας, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και μουσικός. Ο Β. επηρεάστηκε σημαντικά από τη νέα αμερικανική λογοτεχνία και τον υπερρεαλισμό, αν και η δική του γραφή ήταν πιο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek